ζωοκλοπή

ζωοκλοπή
η скотокрадство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ζωοκλοπή" в других словарях:

  • ζωοκλοπή — και ζωοκλοπία, η κλοπή ζώου ή ζώων, ιδίως βοσκημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ζωοκλοπή < ζω(ο) (ΙΙ)* + κλοπή. Μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες, ενώ η λ. ζωοκλοπία < ζωοκλόπος και μαρτυρείται από το 1848 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • ζωοκλοπή — η κλέψιμο ζώων: Καταδικάστηκε για ζωοκλοπή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… …   Dictionary of Greek

  • ζωοκλοπία — η βλ. ζωοκλοπή …   Dictionary of Greek

  • κτηναφαίρεσις — κτηναφαίρεσις, ἡ (Μ) κλοπή κτηνών, ιδίως βοσκημάτων, ζωοκλοπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + ἀφαίρεσις] …   Dictionary of Greek

  • Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία …   Dictionary of Greek

  • πατάσσω — πάταξα, πατάχτηκα 1. χτυπώ, τιμωρώ αυστηρά: Να παταχτεί κάθε αταξία. 2. νικώ, εξοντώνω, καταστέλλω: Πατάχτηκε η ζωοκλοπή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»